- πικάρω
- πικάρω, πίκαρα και πικάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πικάρω — και πικαρίζω, Ν πειράζω κάποιον, συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να τόν κάνω να πεισμώσει ή να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccare (< picca «αιχμή)] … Dictionary of Greek
πικάρω — (λ. ιταλ.), πικάρισα, πικαρίστηκα, πικαρισμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πειραχτεί, θυμώνω κάποιον, τον πεισματώνω: Μην τον πικάρεις κάθε τόσο με τα λόγια σου. 2. αμτβ., πεισμώνω, θυμώνω, πειράζομαι, θίγομαι: Πικαρίστηκα μ αυτό που μου έκανε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικάρισμα — το, Ν [πικάρω/πικαρίζω] 1. πείραγμα, πρόκληση θυμού ή πείσματος 2. πείσμα, θυμός 3. συγκόλληση χημικού λιθογραφικού φύλλου χαρτιού επάνω σε άλλο με διάτρηση και όχι με κολλητική ουσία … Dictionary of Greek
πικάρισμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πικάρω, πείραγμα, πεισμάτωμα: Του έκανες απαράδεχτο πικάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικαρίζω — βλ. πικάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρκίζω — φούρκισα, φουρκίστηκα, φουρκισμένος 1. στυλώνω (κλαδιά δέντρου) με διχαλωτή φούρκα, με διχαλωτό πάσσαλο: Φουρκίζουν τα κλαριά της μηλιάς. 2. κρεμώ στη φούρκα, απαγχονίζω: Κι ο κύρης τση σαν πιβουλή βάνει να με φουρκίσει (Ερωτόκριτος). 3. εξοργίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)